- νηματέλμινθες
- Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και νηματόμορφα ή κυλινδρικά. Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από έναν σωλήνα που διατρέχει το σώμα σε όλο το μήκος του, ενώ τα αναπνευστικά και κυκλοφοριακά όργανα λείπουν. Το αίμα κυκλοφορεί ελεύθερα στη σωματική κοιλότητα. Τα απεκκριτικά όργανα αποτελούνται από δύο σωληνίσκους και το νευρικό σύστημα από λίγα νεύρα, που συνδέονται με εγκάρσιες αναστομώσεις. Οι περισσότεροι ν. έχουν χωριστά φύλα και αναπαράγονται κυρίως με αβγά. Πολλά από τα ασπόνδυλα αυτά είναι παράσιτα, μερικά όμως ζουν ελεύθερα· διάφοροι ζωολόγοι τα χωρίζουν σε δυο ομοταξίες, τους νηματώδεις και τα γορδιοειδή.
Οι νηματώδεις, που υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες οικογένειες, έχουν κυλινδρικό σχήμα με λεπτά άκρα και είναι προικισμένοι με πολύ αναπτυγμένο μυϊκό σύστημα· τα αρσενικά είναι πιο μικρά από τα θηλυκά και έχουν το πίσω άκρο πολύ κεκαμμένο. Στην οικογένεια των Ασκαριδών ανήκει το γένος ασκαρίδα, που περιλαμβάνει δύο παράσιτα των εντέρων: την Ασκαρίδα την σκωληκοειδή (ascaris lumbricoides), η οποία έχει μήκος 20-30 εκατοστά και απαντιέται συχνά στο έντερο των νηπίων, αλλά μερικές φορές και στων ενηλίκων, και την ασκαρίδα τη μεγαλοκέφαλο (ascaris mecalocephala), τυπική στα έντερα των αλόγων. Στην οικογένεια των Οξυουριδών ανήκει ο οξύουρος (oxyuros) ή εντερόβιος ο σκωληκόμορφος (enterobius vermicularis), ενοχλητικό παράσιτο του παχέος εντέρου, που έχει μέγιστο μήκος 1 εκ. Στους νηματώδεις ανήκουν επίσης το αγκυλόστομο το δωδεκαδακτυλικό (ancylostoma duodenale), μήκους 10-18 εκ., που ζει στο έντερο του ανθρώπου, η τριχινέλλα ή τριχίνη η σπειροειδής (trichinella spiralis), που μπορεί να μεταβιβαστεί στον άνθρωπο από το χοιρινό κρέας - στο οποίο σχηματίζουν κύστεις οι προνύμφες - και μερικά είδη φιλαρίας (filaria) που προκαλούν έλκη στο δέρμα ή άλλες παθήσεις.
Οι ν. της ομοταξίας των γορδιοειδών στην κατάσταση του ακμαίου είναι νηματόμορφοι και έχουν μήκος γενικά από 10 εκ. έως 1 μ.· η δομή τους είναι πολύ απλή και ζουν ελεύθερα στα γλυκά νερά. Η ονομασία τους προέρχεται από το γεγονός ότι κατά την εποχή της αναπαραγωγής βρίσκονται συχνά συνεστραμμένοι (όπως δηλαδή ο γόρδιος δεσμός). Οι προνύμφες τους, εφοδιασμένες με ένα είδος προβοσκίδας και παρασιτούν στα αρθρόποδα. Ένα είδος διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη είναι ο γόρδιος ο υδρόβιος (gordius aquaticus), με χρώμα καστανωπό.
Dictionary of Greek. 2013.